Παράταση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Παράταση (αγγλικά: Extra time ή Overtime) αποκαλείται η πρόσθετη χρονική περίοδος που δίνεται κατά τη διεξαγωγή ενός αθλητικού αγώνα, όταν δεν έχει αναδειχθεί νικητής ή δεν έχει ξεχωρίσει ποια ομάδα προκρίνεται και προβλέπεται από τους κανονισμούς διεξαγωγής της συγκεκριμένης διοργάνωσης. Συνήθως αφορά σε ομαδικά σπορ, όπως: ποδόσφαιρο, μπάσκετ, υδατοσφαίριση, χειροσφαίριση (χάντμπολ) κ.ά.

Στο ποδόσφαιρο, ένας αγώνας οδηγείται σε παράταση, όταν από τη διοργάνωση προβλέπεται οπωσδήποτε η ανάδειξη νικητή, π.χ. σε ισόπαλους μονούς αγώνες κυπέλλου. Πάντως, υπάρχουν κάποιες ομοσπονδίες που σε σημαντικές διοργανώσεις δεν έχουν υιοθετήσει την παράταση, αλλά τον επαναληπτικό αγώνα.

Επίσης, όταν η πρόκριση κρίνεται σε διπλούς αγώνες και το συνολικό σκορ των δύο αγώνων είναι ισόπαλο. Στις περισσότερες διοργανώσεις αυτό ισχύει όταν στο δεύτερο αγώνα έχουμε το αντίστροφο σκορ του πρώτου (π.χ. 2-1/1-2 ή 2-2/2-2), διότι σε κάθε άλλη περίπτωση συνολικού ισόπαλου σκορ (π.χ. 2-1/0-1 ή 1-1/2-2), στη διαφορά τερμάτων μετράει διαφορετικά το εκτός έδρας γκολ. Όμως, υπάρχουν διοργανώσεις στις οποίες οι ομάδες οδηγούνται σε παράταση όταν το συνολικό σκορ των δυο ματς είναι ισόπαλο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν τα γκολ είναι εντός ή εκτός έδρας.

Στο ποδόσφαιρο, η παράταση ξεκινά αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, αφού υπάρξει διακοπή 10 λεπτών. Διαρκεί 30 λεπτά χωρισμένα σε δύο ημίχρονα των 15 λεπτών. Μεταξύ των δύο ημιχρόνων δεν υπάρχει διακοπή, παρά μόνο για δευτερόλεπτα για να αλλάξουν εστίες οι ομάδες.

Αν μετά την παράταση δεν αναδειχθεί νικητής, ακολουθεί η διαδικασία των πέναλτι, η οποία καθιερώθηκε διεθνώς το 1970. Πριν από το 1970 μετά την ισόπαλη παράταση γινόταν επαναληπτικός αγώνας ή σε κάποιες διοργανώσεις στρίψιμο νομίσματος. Για να μη φτάνουν οι ομάδες στα πέναλτι τη δεκαετία του 1990 καθιερώθηκε το χρυσό γκολ και αργότερα το ασημένιο γκολ. Μετά το 2004 καταργήθηκαν και επανήλθε ο κανονισμός των πέναλτι.

Η παράταση δεν πρέπει να συγχέεται με τον πρόσθετο χρόνο, τον οποίο κρατάει ο διαιτητής μετά τα 90 λεπτά, για να αναπληρώσει τυχόν καθυστερήσεις που συνέβησαν στη διάρκεια του αγώνα κατά τις αλλαγές ποδοσφαιριστών, τραυματισμούς παικτών, την επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο, την εκτέλεση φάουλ κλπ. Ο χρόνος των καθυστερήσεων θεωρείται μέρος του ημιχρόνου που κρατιέται. Πρόσθετος χρόνος μπορεί να κρατηθεί και στο τέλος των 15λεπτων ημιχρόνων της παράτασης εφόσον το κρίνει ο διαιτητής.

Στους αγώνες μπάσκετ δεν υπάρχουν ισόπαλα αποτελέσματα. Έτσι σε κάθε ισόπαλο αγώνα ακολουθεί παράταση 5 λεπτών. Σε περίπτωση νέας ισοπαλίας ακολουθεί δεύτερη πεντάλεπτη παράταση και αν χρειαστεί και τρίτη και τέταρτη μέχρι την ανάδειξη νικητή.

Επίσης, δίνεται υποχρεωτικά παράταση ενώ το τελικό σκορ δεν είναι ισόπαλο μόνο σε διοργανώσεις κυπέλλου που γίνονται με σύστημα διπλών αγώνων νοκ-άουτ, όταν το συνολικό σκορ των δύο αγώνων είναι ισόπαλο. Ειδικότερα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με σύστημα διπλών αγώνων νοκ-άουτ, υπάρχει μία εξαίρεση όπου δεν δίνεται παράταση σε ισοπαλία και αυτό συμβαίνει στον δεύτερο αγώνα αν το αποτέλεσμα μόνο στον δεύτερο αγώνα λήξει ισόπαλο. Τότε δεν θα δοθεί παράταση, καθώς η νίκη της μίας ομάδας στον πρώτο αγώνα, της δίνει αυτόματα την πρόκριση με βάση το συνολικό σκορ των δύο αγώνων.

Η παράταση χρησιμοποιείται σε πολλά ομαδικά σπορ με διαφορετική διάρκεια στο καθένα.